- υδράργυρος
- Χημικό στοιχείο με σύμβολο Hg· ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 80, ατομικό βάρος 200,61 και 7 σταθερά ραδιενεργά ισότοπα. Ο υ. βρίσκεται στη φύση είτε σε ελεύθερη κατάσταση· μικρότατα σταγονίδια συνοδεύουν τα ορυκτά του, είτε με τη μορφή ενώσεων, σημαντικότερη από τις οποίες είναι το κιννάβαρι, η μόνη από την οποία εξάγεται βιομηχανικά το μέταλλο. Ο υ. είναι γνωστός από την αρχαιότητα (ίσως τρεις αιώνες π.Χ.). Παρασκευάζεται με φρύξη του κιννάβαρι σε θερμοκρασία περίπου 600°C· το παραγόμενο προϊόν καθαρίζεται και υφίσταται επεξεργασία με αραιό νιτρικό οξύ, που οξειδώνει τα άλλα μέταλλα και τα διαλύει· στη συνέχεια ο υ. πλένεται με νερό, ξεραίνεται και αποστάζεται σε κενό. Μια άλλη μέθοδος καθαρισμού διοχετεύει το θερμό υ. μέσα σε ρεύμα αέρα. Οι ρύποι οξειδώνονται και διαχωρίζονται με διήθηση μέσα από δέρματα ή ειδικό χαρτί.
Ο υ. έχει χρώμα καθαρό φαιό, στιλπνό· είναι το μοναδικό μέταλλο το οποίο είναι υγρό στη συνήθη θερμοκρασία· είναι αρκετά πτητικός και οι ατμοί του είναι τοξικοί για τον άνθρωπο· στερεοποιείται στους -38,87°C, βράζει στους +356,95°C και έχει πυκνότητα 13,59 g/cm3. Προσβάλλεται πολύ δύσκολα από τα ανόργανα οξέα· ενώνεται απευθείας με το θείο και τα αλογόνα και διαλύει τα περισσότερα μέταλλα, εκτός από το σίδηρο, το κοβάλτιο και το νικέλιο, δίνοντας χαρακτηριστικά διαλύματα, τα αμαλγάματα. Οι κύριες ενώσεις είναι ο χλωριούχος μονοσθενής υ. (καλομέλας), ουσία λευκή, αδιάλυτη στο νερό, η οποία αλλοιώνεται στο φως.
Ο χλωριούχος δισθενής υ. (διαβρωτική άχνη υ.), λευκοί κρύσταλλοι διαλυτοί στο νερό και πολύ δηλητηριώδεις, χρησιμοποιείται ως αντισηπτικό για την παρασκευή υδραργυρικών παραγώγων, στην ηλεκτρολογία, καθώς και για τη διατήρηση του ξύλου. Ο ιωδιούχος υ. εμφανίζεται με δύο διαφορετικά χρώματα, ερυθρό και κίτρινο: η ερυθρά μορφή, η πιο κοινή, μετατρέπεται σε κίτρινη με θέρμανση· η συμπεριφορά αυτή αξιοποιείται στις βιομηχανίες για να ρυθμίσουν τη θερμοκρασία των μετάλλων που υποβάλλονται σε θέρμανση· χρησιμοποιείται επίσης στην παρασκευή του αντιδραστηρίου του Νέσλερ, με το οποίο ανιχνεύονται και τα ελάχιστα ίχνη αμμωνίας στο νερό. Το πυροκροτικό άλας του υ. παρασκευάζεται εύκολα με προσθήκη αιθυλικής αλκοόλης σε θερμό διάλυμα νατρικού υδράργυρου: κρυσταλλώνεται σε λευκοκίτρινα βελονίδια τα οποία με κρούση διασπώνται βίαια και γι’ αυτό εφαρμόζεται στην παραγωγή εκρηκτικών μειγμάτων. Στη μεταλλική του κατάσταση, ο υ. χρησιμοποιείται στη μεταλλουργία του χρυσού και του αργύρου, ως καταλύτης σε πολλές οργανικές αντιδράσεις, σε επιστημονικά όργανα (βαρόμετρα, θερμόμετρα κλπ.), στις αντλίες κενού, στην παραγωγή αμαλγαμάτων και στις λάμπες φθορισμού.
Μετά το 1950 κατασκευάστηκαν θερμοηλεκτρικοί σταθμοί βασισμένοι στη χρήση υ. αντί νερού· τα κυριότερα πλεονεκτήματα των σταθμών αυτών οφείλονται στην υψηλότερη θερμοκρασία λειτουργίας με τις ίδιες πιέσεις και στη δυνατότητα να αναληφθεί με τη μορφή ατμού όλη η λανθάνουσα θερμότητα των ατμών υδράργυρου, κατά την έξοδό τους από τους στροβίλους. Οι σταθμοί αυτοί έχουν πολύ καλύτερη εφαρμογή με τη χρησιμοποίηση της ατομικής ενέργειας, ειδικά του ισότοπου 204, που χαρακτηρίζεται από χαμηλή μερική απορρόφηση.
(Ιατρ.) Ο υδράργυρος είναι δηλητήριο για το πρωτόπλασμα, και σ’ αυτή του ακριβώς την ιδιότητα οφείλεται από το ένα μέρος ή μικροβιοκτόνος δράση του και από το άλλο η υψηλή τοξικότητά του για τον άνθρωπο. Μερικές οργανικές ενώσεις του χρησιμοποιούνται στην εξωτερική απολύμανση, στη συντήρηση ιατρικού υλικού και σε φαρμακευτικά διαλύματα· δεν χρησιμοποιείται πλέον ως ανθελμινθικό, αντιπαρασιτικό και καθαρτικό. Επίσης έχει ελαττωθεί κατά πολύ η χρήση του στη θεραπεία της σύφιλης, για την οποία ήταν το μοναδικό μέσο θεραπείας μέχρι την ανακάλυψη των αρσενικούχων. Mόλις πριν από λίγα χρόνια αντικαταστάθηκαν από φάρμακα λιγότερο τοξικά, και αφού χρησιμοποιήθηκαν πολύ, μερικές υδραργυρικές ενώσεις που είχαν διουρητικές ιδιότητες. Ο υ. μπορεί να προκαλέσει οξείες και χρόνιες δηλητηριάσεις· οι πρώτες παρατηρούνται συνήθως ύστερα από κατάποση εξαιτίας λάθους ή για εγκληματικούς σκοπούς διχλωριούχου υδράργυρου (σουμπλιμέ) και συχνά είναι θανατηφόρες (οι πρώτες βοήθειες δίνονται με πλύση του στομάχου και χορήγηση γάλακτος και του λευκού μέρους από το αβγό)· οι χρόνιες μορφές είναι συνήθως επαγγελματικής ή φαρμακευτικής αιτιολογίας· εκδηλώνονται με νευροψυχικές διαταραχές, ενοχλήματα από το πεπτικό και το οστεοαρθρικό σύστημα, δυσλειτουργία των νεφρών και αναιμία.
Ο υδράργυρος βρίσκεται στη φύση σε μορφή ενώσεων ή σε ελεύθερη κατάσταση. Έχει την υψηλότερη πυκνότητα από τα άλλα μέταλλα, τα οποία γι’ αυτό επιπλέουν στην επιφάνεια του (φωτ. 1).
Ο υδράργυρος βρίσκεται στη φύση σε μορφή ενώσεων ή σε ελεύθερη κατάσταση· στην τελευταία περίπτωση έχει τη μορφή μικρότατων σταγονιδίων στα ορυκτά του (φωτ. 2), (κρύσταλλοι κινναβαρικού χαλαζία με σταγόνες υδράργυρου).
Ο υδράργυρος βρίσκεται στη φύση σε μορφή ενώσεων ή σε ελεύθερη κατάσταση. Είναι επίσης το μοναδικό μέταλλο σε υγρή κατάσταση στη συνήθη θερμοκρασία (φωτ. 3).
* * *ο / ὑδράργυρος, ΝΜΑ, και διαλ. τ. διάργυρος και διάδιαρος Ννεοελλ.1. χημ. υγρό μεταλλικό χημικό στοιχείο που έχει χρώμα αργύρου, σύμβολο Hg, ατομικό αριθμό 80 και ατομικό βάρος 200,61 και ανήκει στην ομάδα ΙΙb, δηλαδή στην ομάδα τού ψευδαργύρου, τού περιοδικού συστήματος2. φρ. α) «διχλωριούχος υδράργυρος»(χημ.-φαρμ.) χημική ένωση, ισχυρό και κλασικό δηλητήριο, γνωστό με την κοινή ονομασία σουμπλιμέβ) «θειούχος υδράργυρος»χημ. χημική ένωση που απαντά υπό δύο μορφές, μία κόκκινη και μία μαύρη, από τις οποίες η τελευταία απαντά στη φύση με τη μορφή τού ορυκτού μετακιννάβαριγ) «κροτικός [ή βροντώδης] υδράργυρος»χημ. εκρηκτικό σώμα πρωτογενούς εκρήξεως που χρησιμοποιήθηκε επί μεγάλο χρονικό διάστημα ως εναυσματικό μέσο τής πυρίτιδαςδ) «χλωριούχος υδράργυρος»i) χημ. άοσμο και άχρωμο στερεό, πολύ τοξικό, με πάρα πολλές εφαρμογές, γνωστό και ως άχνη υδραργύρουii) (ορυκτ.) χλωριούχο ορυκτό τού υδραργύρου, που σχηματίζεται από εξαλλοίωση τού ορυκτού κιννάβαρι και άλλων ορυκτών και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στη φαρμακευτική και χρησιμοποιείται ακόμη, πιο σπάνια, γνωστό και ως καλομέλαςε) «λυχνία υδραργύρου»τεχνολ. φωτιστική συσκευή που αποτελείται από γυάλινο σωλήνα ο οποίος περιέχει ατμούς υδραργύρου(μσν-αρχ.)το μέταλλο που λαμβανόταν τεχνητώς με εξαγωγή του από το ορυκτό κιννάβαρι και ονομάστηκε έτσι λόγω τής ομοιότητας τού χρώματός του με το χρώμα τού αργύρου, σε αντιδιαστολή με τον φυσικό υδράργυρο, που ονομαζόταν χυτός άργυρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + ἄργυρος (πρβλ. δι-άργυρος). Η λ., με τη νεοελλ. της σημ., είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. hydrargyrum (< λατ. hydrargyrus < υδράργυρος)].
Dictionary of Greek. 2013.